ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ


Στεκόταν σιωπηλός, παγωμένος σαν ένα άψυχο άγαλμα, κρατώντας σφιχτά εκείνο το μικρό κόκκινο τετραδιάκι της. Το ποτάμι λίγο πιο κάτω ήταν ήρεμο και το κελάρυσμα του απαλό. Ο ήλιος έδυε εκείνη την ώρα και ο ουρανός είχε γεμίσει με αυτές τις μαγευτικές αποχρώσεις του κόκκινου και του μωβ. Όλα ήταν τόσο γαλήνια! Εκείνος όμως έκρυβε μέσα του μια καταιγίδα , έτοιμη να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή . Ανάμεικτα συναισθήματα τον κυρίευαν. Όμως η  επιθυμία του να διαβάσει το τετραδιάκι της ήταν τόσο έντονη, που δεν έχασε καιρό μπήκε βιαστικά στο αμάξι του, ήξερε πως δεν είχε πολύ χρόνο, έπρεπε να προλάβει! Έφτασε στο σπίτι του, χωρίς να χάνει άλλον χρόνο κάθισε και προσπάθησε να ανοίξει το τετράδιο. Τα χέρια του έτρεμαν σαν τρέλα, οι χτύποι της καρδίας του ακουγόντουσαν  τόσο γρήγοροι, έντονοι. Μέσα από αυτό το τετράδιο την είχε μαζί του. Εκεί μέσα υπήρχαν όλες οι σκέψεις της, όλα τα συναισθήματα που ένιωθε, όλη η ζωή της. Πήρε δύο βαθιές ανάσες και ξεκίνησε…
«Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα έκλεισα τα δεκαέξι!!! Μερικοί  λένε ότι είναι η πρώτη μικρή ενηλικίωση του ανθρώπου! Δεν έκανα όμως τίποτα το συναρπαστικό. Έκατσα με  την μαμά κάτι που είχαμε πολύ καιρό να κάνουμε. Βλέπεις όλο λείπει από το σπίτι και σπάνια την βλέπω. Όλο δουλεύει σε κάποια δουλειά, όταν την ρωτώ με αποφεύγει. Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς είναι σαν χαμένη  ακόμα και εμένα με ξέχνα. Ζούμε στο ίδιο σπίτι και βλεπόμαστε σπάνια. Δεν την κατηγορώ όμως ότι μπορεί κάνει. Υπάρχει κάτι που με χαροποιεί σε όλο αυτό το θέμα. Βρήκα δουλεία τώρα που σταμάτησαν τα σχολεία, έτσι θα μπορέσει να ξεκουραστεί λίγο. Τρείς φόρες την εβδομάδα θα καθαρίζω σπίτια και τις άλλες δυο θα φροντίζω ένα παιδάκι. Μια μέρα με χρειάζεται στο σπίτι μια γιαγιάκα και τις άλλες δυο μέρες θα καθαρίζω ένα σπίτι οπού ζουν ένας άντρας με τον γιο του . Καλά είναι , θα έχω και δυο μέρες ρεπό να τις περνώ όπως θέλω. Αύριο είναι η πρώτη μέρα στο σπίτι πάτερα – γιου. Να πω την αλήθεια έχω αγχωθεί. Ένας θεός ξέρει τι θα συναντήσω σε ένα σπίτι που ζουν μονοί δυο άντρες!»
Σταμάτησε το διάβασμα και κοίταζε το κενό. Προσπαθούσε να την θυμηθεί την πρώτη μέρα που  πήγε σπίτι τους, όμως δεν μπορούσε. Τότε δεν την είχε παρατήσει καν! Ξανά ξεκίνησε το διάβασμα με μεγαλύτερη λαχτάρα από πριν. Ήθελε να δει τις εντυπώσεις της την πρώτη φόρα που τον είδε.
«Αγαπητό ημερολόγιο,     
Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα  στην δουλεία. Δεν μπορώ να πω ότι κουράστηκα ιδιαίτερα και ούτε βρήκα το σπίτι στα χάλια που περίμενα, όσο για τον  κύριο Μενέλαο  ήταν πολύ κάλος μαζί μου. Μιας που είπα κάλο... Ο γιος του ! Το καλός  αναφέρεται στην μετριότητα κάποιου , μα δεν βρίσκω την κατάλληλη λέξη να περιγράψω  την τελειότητα του Άρη. Είναι σαν μοντέλο! Όχι, είναι πολύ λίγη η έκφραση μοντέλο.  Ίσως ένα άγαλμα ενός αρχαίου έλληνα θεού φτιαγμένο από έναν αρχαίο γλύπτη, που πάντα πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια ώστε να επιτευχτεί η τελειότητα. Έτσι μια θέα όταν είδε αυτό το εκπληκτικό άγαλμα του φύσηξε την ζωή, γιατί δεν ήθελε να χαθεί από την πλέον άσχημη ζωή μια τέτοια ομορφιά. Ναι, αυτό είναι. Ο Άρης! Όνομα και πράγμα. Ακόμα και στο βλέμμα του έβλεπες μια αυτοπεποίθηση μια σιγουριά, που σε μαγνητίζει. Ήθελα να του μιλήσω, να του συστηθώ, όμως είμαι πολύ ατυχή. Την ώρα που σχόλασε από την δουλεία και ήρθε σπίτι είχα τελειώσει και εγώ και έφευγα. Πάω στοίχημα ότι ούτε που με παρατήρησε. Ανυπομονώ να ξανά πάω για δουλεία εκεί. Έχω μια ακατανίκητη επιθυμία να τον δω και αυτή την φόρα θα του συστηθώ. Τέλος πάντων, φτάνει πρέπει να σταματήσω να τον σκέπτομαι για αυτό το σταματώ εδώ. Όταν γύρισα  σπίτι η μητέρα μου έλειπε ως συνήθως ήταν στην δουλεία. Τουλάχιστον έτσι μου είπε. Αύριο θα πάω στην γιαγιάκα με θέλει μόνο για μια ώρα μου είπε και μετά θα πάω να νταντέψω το υπέροχο μωράκι της κύριας Γιάννας. Ουφ πέρασε η ώρα, πρέπει να κοιμηθώ με περιμένει δύσκολη μέρα αύριο.»
Σταμάτησε να διαβάζει και έπιασε τον εαυτό του να χασκογελά με τα λόγια της, αμέσως όμως θύμωσε με τον εαυτό του και αναρωτήθηκε που βρίσκει την  δύναμη να γελάσει. Του το είχε πει ότι τον θεωρούσε θεϊκό αποτέλεσμα και εκείνος ξέσπασε σε δυνατά γέλια μπροστά της. Ποτέ δεν θα ξεχάσει ότι αυτή η κοπέλα ότι ήθελε να σου πει στο έλεγε  χωρίς δισταγμό. Πίστευε πολύ στην ελευθερία του λογού και στο ότι ο άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται εάν κρατάει τα συναισθήματα του μέσα του. Ποτέ δεν του έκρυβε κάτι που ένιωθε και να ήθελε δεν μπορούσε, έτσι του έλεγε. Βιαστικός καθώς ήταν περνούσε τις σελίδες που δεν αναφερόταν σε εκείνον και σε αυτά που δεν αναφερόντουσαν σε αυτά που πέρασε.
«Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα ξανά πήγα στο σπίτι του κυρίου Μενέλαου και ο Άρης βρισκόταν εκεί. Βεβαία κοιμόταν από ότι μου είπε ο κύριος Μενέλαος είχε γυρίσει ξημερώματα. Αγαπάει υπερβολικά τον Άρη από ότι φαίνεται, όλο για εκείνον μιλάει. Καθώς εγώ καθάριζα εκείνος σηκώθηκε και μου ζήτησε να του κάνω καφέ. Η αλήθεια κόμπιασα να του μιλήσω, να του απαντήσω. Θα με πέρασε για χαζή, άλλα δεν μπορούσα τον κοίταζα από πάνω ως  κάτω, αποχαυνωμένη. Με δυσκολία του απάντησα πως θα ήταν ευχαρίστηση μου. Έτσι έκανα για εκείνον, έφτιαξα και έναν για έμενα και κάθισα μαζί του. Ακόμα δεν είχαμε συστηθεί όποτε πήρα την πρωτοβουλία και του συστήθηκα. Ήταν πολύ ευγενικός και συνεχίσαμε την συζήτηση για λίγο. Τον ρώτησα τι θα ήθελε να κάνω επιπλέον μέσα στο σπίτι και μου απάντησε με ένα ύφος παραπονιάρικο, παρακαλεστό θα έλεγα. «Μαγείρεψε μου σπιτικό φαγητό σε παρακαλώ, έχω βαρεθεί να τρώω δήθεν υγιεινά προκατασκευασμένα φαγητά, αν έχεις χρόνο λίγο σπιτικό φαγάκι έχει πιθυμήσει η κοιλιά μου!» Χασκογελάσαμε και οι δυο. Μετά εξαφανίστηκε. Εγώ βέβαια πώς να του χαλάσω το χατίρι; έκατσα μια ωρίτσα επιπλέον και του έκανα μπιφτέκια στο φούρνο.  Δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω το βλέμμα του, ήταν τόσο διαπεραστικό που σε έκανε να ανατριχιάζεις. Η φωνή του! Σταθερή, μαγευτικοί, ήρεμη. Με έχει εντυπωσιάσει τόσο πολύ.»    
              Σταμάτησε το διάβασμα. Έφερε στην μνήμη του την εικόνα της εκείνη την μέρα, που καθόντουσαν έξω στην βεράντα και έπιναν το καφέ τους. Πόσο εντύπωση του είχε κάνει. Τα μαλλιά της έτσι όπως έπεφτε ο ήλιος τα έδειχνε ακόμα πιο κόκκινα. Είχε ένα κάτασπρο δέρμα, ένα αγγελικό πρόσωπο. Ήξερε να κρύβει τις εντυπώσεις του, τα συναισθήματα του. Ο ίδιος πίστευε ότι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα άλλο από μια απλή συμπάθεια. Σταμάτησε τον ειρμό των σκέψεων του και των αναμνήσεων του και συνέχισε το διάβασμα. Ήθελε όλα να τα δει μέσα από τα δικά της μάτια . Έριξε μια γρήγορη ματιά σε σελίδες που δεν είχανε ιδιαίτερο περιεχόμενο. Παρατήρησε ότι οι ημερομηνίες είχαν μεγάλη χρονική απόκλιση μεταξύ τους. Το ενδιαφέρον του μεγάλωσε όμως ο χρόνος του όλο και λιγόστευε. 
«Αγαπητό ημερολόγιο,
Έχω τόσο καιρό να σου γράψω, μου συνέβησαν τόσα πολλά και δεν είχα καθόλου χρόνο.  Επιτέλους είμαι μαζί με τον Άρη και όταν λέω μαζί εννοώ μαζί! Είμαι τόσο χαρούμενη! Μου έδειξε πράγματα πρωτόγνωρα, μου έδειξε την νύχτα και είναι τόσο μαγευτική τόσο εκπληκτικά μυστική άγνωστη . Εκείνος τελικά δουλεύει σαν μπάρμαν σε ένα νυχτερινό κλαμπ στον πατερά του λέει ψέματα ότι δουλεύει σαν οικοδόμος, κάτι που δεν μου αρέσει άλλα τι να κάνω; Το επόμενο απόγευμα ήρθε και με πήρε από το σπίτι μου και πήγαμε σαν μια παράλια εγώ δεν μπήκα αμέσως στην θάλασσα. Ήθελα να κάτσω και να τον χαζέψω λίγο. Ήταν τόσο μαγικός, έτσι όπως ο ήλιος έπεφτε επάνω του. Τα ήδη πράσινα μάτια του μάτια του λαμπίριζαν και το υπέροχο σώμα του φαινόταν τόσο απίστευτα θεσπέσιο σαν μαρμαρωμένο. Καθώς έκανα δήθεν ηλιοθεραπεία σκεφτόμουν πόσο άδοξα μου ζήτησε να βγούμε για πρώτη φορά. Το Σάββατο καθώς ήμουν στο σπίτι του για να το καθαρίσω όπως πάντα, με πλησίασε και μου ζήτησε να βγούμε το βράδυ για ένα πότο! Εγώ χωρίς  να το σκεφτώ ούτε δευτερόλεπτο δέχτηκα, προσπαθώντας να κρύψω την τεράστια έκπληξη μου, αν και δεν το κατάφερα. Τον είδα που χασκογέλασε με την έκφραση του προσώπου μου. Ξεκίνησαν λοιπόν να ετοιμάζομαι από το νωρίς. Μπορώ να πω πως ένιωθα εξουθενωμένη, άλλα δεν μου πέρασε ούτε καν η σκέψη να το ακυρώσω. Η χειρότερη στιγμή εκείνης της μέρας ήταν όταν ήρθε η ώρα να διαλέξω τα ρούχα! Δεν ήξερα που θα πάμε τι θα κάνουμε. Τίποτα απολύτως! Με είχε πιάσει ένα τρελό άγχος, δεν έχω και πολλά ρούχα. Τελικά αποφάσισα να βάλω ένα τζιν σορτσάκι κοντό όσο πρέπει και μια στράπλες μπλούζα και γόβες όχι πολύ ψηλές ,  ώστε να είμαι sexy αλλά όχι προκλητική. Ίσιωσα και το κατσαρό καροτί μαλλί μου και βάφτηκα όσο πιο απαλά μπορούσα. Είχα ετοιμαστεί μια ώρα νωρίτερα και έτσι έκατσα να χαλαρώσω και να φανταστώ το τι θα κάναμε που θα πηγαίναμε τέλος πάντων;. Η μάνα μου έλειπε όπως πάντα κάθε Σάββατο. Πάλι καλά. Δεν είχα καμία απολύτως όρεξη. Ευτυχώς ο   Άρης ήρθε ακριβώς στην ώρα του .Όταν τον είδα έμεινα έκπληκτη , όπως κάθε φόρα έξαλλου . Μου χαμογέλασε και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Νομίζω πως είναι περιττό να πω πως έμεινα κάγκελο! Ένιωσα ένα αίσθημα περίεργο έκπληξης ανατριχίλας μπερδεμένο με την αμηχανία. Με έπιασε απαλά από το μπράτσο και με οδήγησε στην θέση του συνοδηγού, όσο εγώ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ. Τελικά επανήλθα πιο γρήγορα από ότι πίστευα. Στον δρόμο τον ρώτησα που πηγαίνουμε άλλα εκείνος είπε πως ήταν έκπληξη. Αφού τελικά επέμεινα πολύ μου είπε πως πηγαίναμε εκεί που δουλεύει. Άλλο ένα κύμα σκαλώματος ήρθε. Μα καλά μου είπε πως θα βγούμε και εκείνος με πάει σε οικοδομή; σκέφτηκα. Τώρα ένιωθα το άγχος να επανέρχεται πιο έντονε από ποτέ. Τι πάμε να κάνουμε στην οικοδομή; Ένιωθα τα ματιά μου να υγραίνονται σε σημείο να αρχίσουν τα δάκρυα να κοίλανε στο μάγουλο. Τον αλήτη σκέφτηκα όλα αυτά για να με ξεμοναχιάσει και να ικανοποιήσει τις αντρικές του ορμόνες η χειρότερα. Ίσως να θέλει να με βιάσει και να με σκοτώσει σε καμία εγκαταλελειμμένη καλύβα. Δεν άντεξα άλλο και βρήκα το θάρρος να του πω πως έχει τρελαθεί τελείως αν νομίζει πως θα πάω βραδιάτικα μόνη μου μαζί του σε ένα μέρος όπως η οικοδομή και ότι καλύτερα να με αφήσει εδώ η έστω να με γυρίσει σπίτι μου. Όταν άκουσε αυτά τα λόγια πάγωσε για λίγο και μετά ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο. Ένιωθα εκνευρισμένη αν μπορούσα θα του έχωνα μπούνια άλλα μάλλον θα με σταματούσε πριν καν πλησιάσω το πρόσωπο του. Ξεκίνησε λοιπόν να μου εξηγεί «αχού το ξέχασα εντελώς! Εσύ ξέρεις ότι ξέρει και ο πατέρας μου! Χα χα!!!» λοιπόν λέγε του είπα «ρε χαζό δεν δουλεύω ως οικοδόμος, άλλα ως μπάρμαν σε ένα νυχτερινό κλαμπ και σήμερα έχω ρεπό οπότε αποφάσισα να πάω εκεί και ως πελάτης. Είναι το στέκι μου, άλλα αφού επιμένεις να γυρίσουμε πίσω καλύτερα να σε πάω σπίτι σου.» Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του. Έπειτα με κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ήξερε πως δεν ήθελα να πάω πίσω και ότι απλώς φρίκαρα στην ιδέα ότι πήγαινε να με εκμεταλλευτεί. Σταμάτησε το αμάξι και περίμενε απάντηση μου. Εγώ από την ντροπή και την αμηχανία δεν μπορούσα να μιλήσω ποσό μάλλον να τον κοιτάξω. Τελικά κατάφερα να ξεστομίσω τις λέξεις «συγγνώμη πάμε σε παρακαλώ στο κλαμπ». Φυσικά εκείνος ξανά ξέσπασε σε δυνατά χαχανητά και συνέχισε την πορεία του, αλλά εγώ ένιωθα λες και με είχαν ποδοπατήσει ελέφαντες. Στον υπόλοιπο δρόμο δεν τον κοίταξα ούτε μια φορά. Κοίταζα το ραδιόφωνο, το λεβγέ ταχυτήτων, αλλά κυρίως έξω τον δρόμο. Όταν μου μιλούσε απαντούσα μονολεκτικά και κοφτά. Τον καταλάβαινα όμως, προσπαθούσε να μη  ξανά γελάσει και με ξανά φέρει σε δύσκολη θέση. Όταν λοιπόν φτάσαμε γύρισε με κοίταξε μέσα στα μάτια και εγώ ένιωθα να χάνομαι μέσα τους. Τότε είπε «έτσι θα είσαι όλη την βραδιά; χαλάρωσε βρε φάτσα και εγώ θα φρίκαρα στην θέση σου. Εγώ έφταιγα που δεν σου είπα την αλήθεια. Άντε πάμε να πιούμε καμιά μπύρα να ισιώσουμε.» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και βγήκα από το αμάξι. Όταν μπήκαμε μέσα στο μαγαζί έμεινα με το στόμα κυριολεκτικά ανοιχτό. Ήταν τεράστιο! Παντού έβλεπες κοπέλες, άντρες να χορεύουν και να πίνουν. Καπνοί, φώτα  παντού! Όσο για την μουσική; Ήταν στα ύψη.  Δεν είχα ξανά πάει ποτέ σε κλαμπ μόνο σε κάτι καφετερίες – κλαμπ. Αυτό δεν είχε καμία απολύτως σχέση. Αφού είδε την τεραστία έκπληξη μου, με πήρε από το χέρι λες και ήμουν η κόρη του και με πήγε σε ένα από τα λιγοστά τραπέζια που είχε  το μαγαζί. Εκεί ήταν κάτι φίλοι του περισσότεροι άντρες παρά γυναίκες. Ξεκινήσαμε να πίνουμε τεκίλα η όποια σου έκαιγε το λαιμό και γενικότερα τα σωθικά σου. Όταν ήπια την πρώτη γούλια την ένιωσα να κατεβαίνει σαν λαβα στο λαιμό μου και έκανα μια γκριμάτσα που όπως ήταν φυσικό έκανε τον Άρη αλλά και τους υπόλοιπους της παρέας να ξεκαρδιστούν. Εγώ πάλι βούλιαζα μέσα στην αμηχανία και την ντροπή μου. Μετά από αυτό την κατέβαζα λες και ήταν νερό, χωρίς να κάνω γκριμάτσες ή να δείχνω το πόσο πολύ με έκαιγε. Στη συνέχεια το κάψιμο έγινε γλυκό και μου άρεσε. Κάποια στιγμή η παρέα αποφάσισε  να αράξει σε μια παράλια και φυσικά πήγαμε και εκεί με τον Άρη. Εγώ βεβαία ένιωθα λίγο το κόσμο να φέρνει γύρους, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω. Στην  παράλια ήταν ήρεμα χωρίς βαβούρα και μουσική στο τέρμα. Ότι χρειαζόμουν. Λίγη ησυχία και καθαρό αέρα. Ένιωθα τους πνεύμονες μου να έχουν κάνει ένα κρακ και να έχουν σπάσει. Δεν ξέρω πόσο κάπνισα μέσα σε αυτό το μέρος,  αλλά ούτε πόση ώρα κάτσαμε εκεί. Τα παιδιά έφεραν δυο καφάσια  μπύρες και συνεχίσαμε έτσι. Κάποια στιγμή δεν ένιωθα το σώμα μου και δεν εξουσίαζα το μυαλό  μου έτσι ξάπλωσα στην αμμουδιά.  Τότε ήταν που είδα κάτι περίεργο. Τα παιδιά μοιραζόντουσαν όλα ένα στριφτό τσιγάρο. Φανταστικά πως τους τέλειωσαν και αναγκάζονται να κάνουν ένα όλοι μαζί. Μετά από λίγη ώρα άνοιξα άλλη μια μπύρα την όποια έφτασα ως την μέση, πριν μου την αρπάξει ο Άρης από τα χεριά . «ΕΕΕ μικρή, συγκεντρώσου, παραήπιες. Φτάνει για σήμερα». Είχε τόσο δίκιο. Μετά από λίγα λεπτά αποχαιρέτισε τα παιδιά είπα και εγώ ένα κοφτό αντίο και στην ουσία με έσυρε ως το αμάξι. Στο γυρισμό έπεσα σε ένα βαθύ γλυκό ύπνος. Ο Άρης με ξύπνησε όταν φτάσαμε σπίτι μου. Ένιωθα λίγο καλύτερα και έτσι κατάφερα να συρθώ ως το κρεβάτι μου. Δεν θυμάμαι ούτε να τον χαιρέτησα. Την επομένη μέρα το απόγευμα όπου και ξύπνησα ένιωθα έναν τρελό πονοκέφαλο λες και κάποιος μου είχε φέρει ένα σφυρί στο κεφάλι. Αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο μήπως και συνέρθω. Καθώς έκανα μπάνιο θυμόμουν  πως είχα πέσει σαν νεκρή στην παράλια και πως αποκοιμήθηκα σαν τούβλο μέσα στο αμάξι. Για άλλη μια φορά ένιωθα ανόητη. Έτσι αποφάσισα να μην στείλω μήνυμα στον Άρη όσο και να το ήθελα γιατί είχα γελοιοποιηθεί εντελώς. Παραδόξως μου έστειλε εκείνος ένα πολύ γλυκό μήνυμα «Πέρασα πολύ ωραία μαζί σου χθες. Έχεις πολύ γελοίο ειδικά όταν κοκκινίζεις. Φαντάζομαι ότι αυτήν την στιγμή το κεφάλι σου θα είναι καζάνι. Μην ανησυχείς δεν είναι  τίποτα. Θα είσαι έτσι όλη την ημέρα, αλλά αύριο θα  επανέλθεις στα φυσιολογικά σου. Εάν θες όταν δεις το μήνυμα πάρε με ένα τηλέφωνο. Βάλθηκα να τον πάρω αμέσως, αλλά σκέφτηκα ότι θα δείξω το πόσο πολύ τον θέλω όποτε περίμενα δυο ωρίτσες στο κρεβάτι . Έπειτα δεν άντεξα και τον πήρα τηλέφωνο. Τον ευχαρίστησα για το υπέροχο βράδυ που μου χάρισε, του ζήτησα συγγνώμη που κατάντησα σε αυτό χάλι. Εκείνος όπως πάντα γελούσε καθώς μου διηγούταν το τι είχε συμβεί και ακούγοντας εμένα να έχω τόσες τύψεις για το τίποτα. Εκείνη την ημέρα δεν τον είδα, την έβγαλα όλη μέρα στο κρεβάτι και σκεπτόμουν εκείνο το γλυκό φιλί στο μάγουλο, το διαπεραστικό βλέμμα του, τις γλυκιές κουβέντες του και το τρανταχτό γέλιο. Δεν μπορούσα τον βγάλω από το μυαλό μου ούτε λεπτό. Αναγκάστηκα να σταματήσω αυτόν τον συνειρμό των σκέψεων και αναμνήσεων, γιατί ήρθε ο Άρης και άρπαξε, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα ακούστηκε ένα μπλουμ! Αυτή ήμουν εγώ! Με πέταξε μέσα στην θάλασσα! Μόλις κατέφερα και έβγαλα το κεφάλι μου να πάρω ανάσα, τον είδα να κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια. Όπως πάντα με την έκφραση μου! Καθώς εγώ έβγαινα από την θάλασσα με πήρε στη αγκαλιά του. Ποσό ήθελα να παγώσει ο χρόνος και να μείνω έτσι  μαζί του για πάντα. Η μέρα μας τέλειωσε εκεί έπρεπε να φύγει, δούλευε. Τώρα εγώ είμαι εδώ και γραφώ σε εσένα. Στο μοναδικό πράγμα που έχει την υπομονή και με ακούει και που μπορώ να πω τα πάντα χωρίς να με προδώσει. Μπορώ να σου πω πως είμαι ερωτευμένη με όλη μου την δύναμη μαζί του! Μπορώ να σου πω ότι τον σκέπτομαι συνεχεία! Από την ώρα που θα σηκωθώ το πρωί μέχρι την ώρα που θα ξανά πέσω για ύπνο. Παράτησα και τις δουλείες και πηγαίνω μόνο στο σπίτι του Άρη οπού και δεν είμαι μαζί του συνέχεια, γιατί δεν πρέπει ο κύριος Μενέλαος να καταλάβει τίποτα. Έτσι και αλλιώς δεν θα σταματούσα με τίποτα ακόμη και να μου το ζητούσε ο Άρης, γιατί μου θυμίζει το πώς μου ζήτησε να είμαστε μαζί. Ήταν τόσο απότομο, απροσδόκητο θα έλεγα. Είχαμε βγει μια δυο φόρες και πάντα ήταν φιλικός μαζί μου και δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον ερωτικό. Ως που μια μέρα καθώς έπλενα το μπαλκόνι ήρθε και μου το ζήτησε ξερά. Στην αρχή νόμιζα πως έκανε πλάκα και ξέσπασα στα γέλια. Όταν είδα όμως το πρόσωπο του κατάλαβα πως το εννοούσε. Πρώτη φορά τον είδα να έχει τόσο σοβαρή, σκληρή, ανυπόμονη έκφραση. Πάγωσα! «Λοιπόν;» ρώτησε ακόμα πιο ανυπόμονα. Προσπαθούσα να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη, ώστε να του απαντήσω, αλλά δεν μπορούσα, οπότε κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Μου χαμογέλασε και μου είπε πως θα περάσει στις εννέα να με πάρει να πάμε για πότο, έπειτα έφυγε και εγώ είχα μείνει ακόμα παγωμένη. Σκεπτόμουν ποσό γρήγορα έγιναν όλα! Έπειτα άρχισα να χορεύω και να τραγουδώ από την χαρά μου με παρτενέρ την σκούπα, οπού λίγο πριν έδιωχνα τα νερά. Αγαπητό μου έγιναν όλα τόσο γρήγορα όσο κρατάει το φως μιας αστραπής. Πλέον δεν έχω χρόνο για τίποτα. Όλο μου το χρόνο τον περνάω με τον Άρη. Μου τρώει όλη μου την ενέργεια. Με μαθαίνει και μου δείχνει συνεχώς καινούργια πράγματα για την ζωή. Τώρα προσπαθεί να μου δώσει να δοκιμάσω χόρτο, κάτι που δεν το αρνιέμαι, αλλά ούτε και το καλό δέχομαι. Καλό δεν λέω το άγνωστο και η μαγεία του, αλλά με αγχώνει το γεγονός, ότι θα είμαι έξω από τα νερά μου, οπότε το σκέπτομαι ακόμα. Εκείνος με διαβεβαιώνει συνεχώς πως δεν είναι τίποτα και ότι σε βοηθάει να ξεφύγεις λίγο από την πραγματική ζωή και να ζήσεις σε μια εικονική, οπού τα πράγματα γίνονται όλα όπως τα θες και είσαι χαρούμενη. Επίσης μου λέει ότι θα είμαστε μαζί και ότι δεν θα με αφήσει να πάθω τίποτα κακό, οπότε έχω αρχίσει να το σκέπτομαι σοβαρά. Τον εμπιστεύομαι πολύ. Κάνει ότι μπορεί για να με δει χαρούμενη και γελαστή. Αγαπητό μου πρέπει να κοιμηθώ. Όταν κοιμάσαι η ώρα περνάει γρήγορα, δεν την  καταλαβαίνεις και τα όνειρα σε ταξιδεύουν σε τόπους μαγικούς, που όλα μπορούν να συμβούν. Εγώ βεβαία ζω το δικό μου μοναδικό παραμύθι και όχι σε κάποιο όνειρο αλλά στην πραγματικότητα. Κάτι τέτοιες ώρες που είναι στην δουλειά και εγώ δεν είμαι μαζί του τα όνειρα με ταξιδεύουν σε αυτόν. Κάθε βραδύ πριν κοιμηθώ, εύχομαι τα όνειρα μου να έχουν κεντρικό πρωταγωνιστή εκείνον. Όταν όμως δεν μου τον φέρνουν και προτιμούν να με παιδέψουν μου φέρνουν τον μπαμπά μου και το ποσό άδικα έφυγε από την ζωή. Το κάνουν έτσι, για να με προσγειώσουν στην πραγματικότητα, αλλά δεν τα πολύ καταφέρνουν. Ο Άρης μου θυμίζει λίγο τον μπαμπά. Είναι προστατευτικός και τρυφερός, όπως ήταν και εκείνος. Ουφ τέρμα οι παλιές αναμνήσεις που με γεμίζουν πόνο και ανοίγουν πληγές, τώρα ζω την καλύτερη φάση της ζωής μου που δεν θέλω να τελειώσει πότε. Λοιπόν καλή σου νυχάτα χάρτινε φιλέ μου, θα σου ξανά γράψω μόλις βρω την ευκαιρία.»
Σταμάτησε το διάβασμα. Είχε σταθεί ακούνητος, με ένα βλέμμα κενό, διχασμένο, λυπημένο. Δεν ήθελε να σκέπτεται, να θυμάται. Το μονό που ήθελε ήταν να κλάψει! Κάτι που είχε χρονιά να κάνει. Στάθηκε στα γόνατα του και κοιτάζοντας το πάτωμα ένιωθε την καρδιά του να ραγίζει. Τα δάκρυα έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα ματιά του και τα ένιωθε καφτά. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, να σταματήσει να σκέπτεται. Το πρώτο τους φιλί, την πρώτη  τους αγκαλιά. Την πρώτη νύχτα που έγινε δίκια του. Που του χάρισε κάτι τόσο σημαντικό για μια κοπέλα. Τότε που την έμπλεξε, την εμπιστοσύνη που του έδειξε και πως την πρόδωσε.  Δεν μπορούσε να ανασάνει, κάθε ανάσα του έκαιγε τον λαιμό, τα πνευμονία. Ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να εκραγεί. Σταμάτησε να κλαίει και σηκώθηκε. Ξανά άνοιξε το τετραδιάκι της και άρχισε πάλι το διάβασμα. Κάθε λέξη που διάβαζε γραμμένη από το χέρι της, ήταν λες και την είχε μπροστά του και του μιλούσε. Την έβλεπε μπροστά του να γράφει.
«Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Πέρασε ένας μήνας. Χα! Ένας μήνας μαζί με τον Άρη. Στο πλευρό του, στην αγκαλιά του. Αυτόν τον καιρό έκανα πράγματα τρέλα. Για αρχή εμπιστεύτηκα τον Άρη και δοκίμασα χόρτο. Θεωρώ ότι ήταν μια από τις καλύτερες εμπειρίες μου! Στη πρώτη τζούρα ένιωσα τον καπνό να μου καίει τα σώθηκα και τον εγκέφαλο να μουδιάζει. Έπειτα ταξίδεψα σε μια χαλάρωση πρωτόγνωρη. Όλα τα προβλήματα μου, όλες οι ανησυχίες μου πλέον δεν  μετρούσαν. Ένιωθα το σώμα μου με το μυαλό να έχουν μια απόκλιση 360 μοιρών και δεν με ένοιαζε. Τίποτα δεν με ένοιαζε. Ήταν σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει και εγώ βυθισμένη μέσα στην αγκαλιά του Άρη να προσπαθώ να πάρω και άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο το καινούργιο που άναψε. Αφού τον παρακάλεσα μου έδωσε. Πλέον δεν υπάρχει μέρα που να μην κάνω τουλάχιστον ένα. Επίσης δοκίμασα ένα άλλο τριπάκι  που σε ταξιδεύει σε μέρη που δεν έχεις δει. Σε παραμυθένια που έχεις διαβάσει στα παραμύθια. Δεν μπορώ πλέον να αντισταθώ σε κανένα από τα δυο. Κάθε μέρα τα ζητώ όλο και πιο πολύ και όταν δεν  έχω τρελαίνομαι. Αυτό είναι ένα μικρό χαρτάκι κομμένο τριγωνικά το όποιο το  βάζεις κάτω από  την  γλωσσά και σιγά σου δημιουργεί αυτά τα υπέροχα ταξίδια. Σε μια τέτοια φάση ζήτησα από τον Άρη να με κάνει δική του να του χαρίσω το μοναδικό πράγμα που δεν αγοράζεται και δεν αντικαθίσταται με τίποτα. Ήθελα να φύγει το κοριτσάκι από πάνω μου και γίνω γυναίκα. Ήμουν έτοιμη για αυτό, αλλά ο Άρης αρνήθηκε και σχεδόν θύμωσε. Μου είπε  ότι αυτό θα ήταν εκμετάλλευση μέσα στην μαστούρα μας να έκανε κάτι τέτοιο. Χθες όμως τα υπολόγισα. Θα του δινόμουν και μετά θα το «σκάγαμε » να μην είμαι μαστούρα!!! Έτσι και έγινε! Από σήμερα δεν θεωρούμαι κορίτσι, αλλά γυναίκα. Η αλήθεια είναι ότι όταν ήρθε η στιγμή  είχα αλλάξει οχτακόσια χρώματα , τα πόδια μου έτρεμαν από τον φόβο,  μήπως πονέσω. Έτσι δεν άντεξα και τον ρώτησα αν πονάει και εκείνος είπε ήρεμος, όπως πάντα πως αν πονέσω θα το αφήσουμε. Δεν με πόνεσε. Πρώτη φορά ήταν τόσο τρυφερός! Αυτή η νύχτα θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου για πάντα. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, παρά μονό ότι θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί του. Δεν υπάρχει ούτε ένα δεύτερο του δευτερόλεπτου που να μην τον σκέπτομαι! Όλα όσα μου έδειξε μου, έμαθε. Τόσο καινούργια, τόσο διαφορετικά.»
                Είχε κοκαλώσει καθώς πέρναγαν οι εικόνες εκείνες από το μυαλό του. Θυμόταν τον φόβο της και την έκφραση της. Εκείνη δεν ήξερε ότι είναι η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο και πόσο αγχωμένος ήταν ο ίδιος. Δεν ήθελε να την βλάψει, αλλά το έκανε και μάλιστα συνειδητά στην πορεία. Όλα ήταν ένα καλά προετοιμασμένο σχέδιο, που πέτυχε. Όμως εκείνος είχε μετανιώσει για όλα όσα της έκανε. Για τον πόνο που της προκάλεσε. Όμως πνιγμένος μέσα στις τύψεις και τις ένοχες ήξερε τι έπρεπε να κάνει… Ξανάρχισε το διάβασμα. Δεν του είχε μείνει πολύ. Έπειτα θα συνέχιζε το καινούργιο του πλάνο, το όποιο είχε ήδη αρχίσει. Έμενε το φανταστικό και ανατρεπτικό φινάλε.
                « Αγαπητό ημερολόγιο,
                                Πονάω. Όχι μονό σωματικά, άλλα και ψυχικά. Έχω συνεχεία μια αίσθηση αηδίας για όλα. Μα πιο πολύ για έμενα, για το σώμα μου. Μου λείπει ο μπαμπάς μου. Η μάνα μου δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ποτέ δεν καταλάβαινε. Όσο για τον Άρη ούτε που με αγγίζει πλέον. Δεν με κοιτάξει στα ματιά. Τον βλέπω ελάχιστα. Έχει αλλάξει πολύ από τότε που με έβαλε σε αυτό το τριπάκι. Κάποτε ήταν προστατευτικός και ένιωθα ασφάλεια, όπως τότε που είχα τον πατέρα μου διπλά μου. Ποσό μου τον θύμιζε κάποτε.»
Είχε κοπεί η ανάσα του. Τόσες αναμνήσεις, τόσες αηδιαστικές εικόνες. Η κατάντια που ο ίδιος της προκάλεσε. Έχει  ο ιδίως χωθεί στα βαθειά νερά των ναρκωτικών, έκτος από χρήστης ήταν και βαποράκι, μέχρι που κάποια στιγμή κατανάλωσε μαζί της  όλο εμπόρευμα. Κινδύνευε η ζωή του και καθώς την αγαπούσε, έπρεπε να βρει χρήματα οπωσδήποτε και μάλιστα πολλά.  Δεν μπορούσε να βρει άλλη λύση. Θα εκμεταλλευόταν το θησαυρό που είχε στα χεριά του. Εκείνη. Προτίμησε να σώσει την δίκια του ζωή και να καταστρέψει την δική της. Θα την εξέδιδε. Ήξερε πως δεν θα του έφερνε αντίρρηση, ακόμα και να του έφερνε είχε τον τρόπο του. Θα την απειλούσε πως δεν θα της έδινε τσάμπα τα τριπάκια, το χόρτο , έτσι ώστε να έχει σίγουρα την συγκατάθεση της. Έτσι και έγινε. Δεν του είπε όχι και ούτε καν χρειάστηκε να την απειλήσει. Του είπε απλά ότι θα έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει «σε εμπιστεύομαι, όπως έκανα πάντα. Είσαι ο δεύτερος πιο σημαντικός άντρας της ζωής μου.  Έτσι έκανα και με τον μπαμπά μου και ποτέ δεν μου βγήκε σε κακό.» Τα λόγια της αντηχούσαν στο μυαλό του λες και του τα έλεγε εκείνη την ώρα. Πρόδωσε την εμπιστοσύνη της, τα συναισθήματα της. Την πλήγωσε. Κατέστρεψε την νεανική ηλικία της, την αγνότητα που σαν έφηβη είχε. Το σώμα της. Την κατέστρεφε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Όταν του είπε ότι ήθελε να σταματήσει, γιατί είχε σιχαθεί τα πάντα και κυρίως τον εαυτό της, τότε που ήταν που έκοψε να της δίνει την καθημερινή της δόση.  Σταμάτησε τις σκέψεις του. Ένιωθε τόσο βρόμικος, ήταν απάνθρωπος και φέρθηκε σαν ζώο, που το μονό που το νοιάζει ήταν η επιβίωση του. Φοβόταν να συνεχίσει το διάβασμα. Ήξερε πως αυτά που θα διάβαζε θα τον στοίχειωναν, αλλά έπρεπε . Έτσι ήταν το σχέδιο.
«Αγαπητό μου,
Φτάνω στο τέλος μου, το νιώθω. Εχθές άρχισα να τρέμω και να έχω σπασμούς. Δεν είχα πάρει όλη μέρα τίποτα. Είπα να τα κόψω. Αλλά δεν μπορώ πλέον να ζήσω χωρίς αυτά. Έχω μείνει 45 κιλά από τα 60 που ήμουν. Το σώμα μου, αχ αυτό το σώμα μου. Είναι κατατρυπημένο. Κάθε μέρα άλλη μια βελόνα το τρυφάει. Είμαι γεμάτη μώλωπες από τους γερούς που την βρίσκουν πάνω στο κορμί μου, χτυπώντας με. Κάνουν ότι θέλουν επάνω μου. Ότι θέλουν. Ότι βίτσιο έχει ο καθένας του το κάνει πάνω μου, αλλά τι να πεις; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Νιώθω ότι βρωμάω, ότι είμαι βρωμιάρα. Με σιχαίνομαι. Κάθε φόρα που κάνω μπάνιο και μια καινούργια γρατζουνιά από τα νύχια μου δημιουργώ στον εαυτό μου. Τρίβομαι , βγάζω το δέρμα μου, μήπως και καταφέρω να βγάλω αυτήν την αίσθηση αηδίας από πάνω μου. Δεν βγαίνει ότι και να κάνω. Και δεν με σιχαίνομαι μονό εγώ. Αλλά και ο Άρης.  Αυτός που με διαβεβαίωνε, που έλεγε πως με αγαπούσε, που του έδωσα τα πάντα, δεν με αγγίζει καν. Ούτε καν μου μιλάει. Το μονό που κάνει είναι να παίρνει το χαρτζιλίκι που βγάζω με το σπαθί μου. Μετά «καλλίγραμμα» πόδια μου, που έχουν κουραστεί να είναι συνεχώς ανοιχτά, για να βγάλω πιο πολλά λεφτά, μήπως και γλιτώσω. Και βγαίνουν πολλά και όλο και πιο πολλά και πάλι δεν φτάνουν. Τώρα μου ορκίστηκε άλλες δυο εβδομάδες και μετά τέλος. Τον πιστεύω, γιατί είναι μια ελπίδα πως θα γλιτώσω. Πρώτα όμως πρέπει να επιβιώσω από τον κάθε τρελό, ανώμαλο και την κάθε «συνάδελφο» που διεκδικεί την μεριά της στο πεζοδρόμιο. Και μετά θα πρέπει να επιβιώσω από έμενα. Έχουν τόσες φορές περάσει τρελές σκέψεις από το μυαλό μου. Να τραβήξω μια με το ξυράφι και να πάω να βρω τον μπαμπά μου. Μου λείπει τόσο πολύ. Αυτός δεν θα άφηνε να μου συμβεί τίποτα. Θα ήταν εκεί, να με προφυλάξει. Χάρτινε και μοναδικέ μου φιλέ, έχω αρχίσει να νιώθω πως είμαι στην αρχή του τέλους. Πριν καν τελειώσουν αυτές οι δυο εβδομάδες εγώ θα συναντήσω τον πατέρα μου. Το εύχομαι πλέον.»
                     Καμία άλλη καταχώρηση. Το τετράδιο είχε φτάσει μέχρι την μέση. Έμεινε μόνο. Σελίδες γεμάτες πόνο και πληγές. Το είχε κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Δεν περίμενε ποτέ το πώς θα γινόταν. Ένα ηλιόλουστο πρωινό, της είπε ο Άρης να πάνε σε ένα μαγικό μέρος που μονό εκείνος ήξερε. Της είπε πως θέλει να θυμηθούν τα παλιά και πως ακόμη την αγαπάει. Εκείνη πέταξε από την χαρά της. Τον είχε συγχωρήσει και ακόμα τον αγαπούσε.  Πήγανε σε ένα ποτάμι μεγάλο και οι όχθες του ήταν καλυμμένες από λουλούδια. Το μονό που άκουγες ήταν τα πούλια που τιτίβιζαν και το ποτάμι που έτρεχε. Την κοίταξε ποσό θαμπωμένη ήταν από την θεά  και ποσό παράταιρη ήταν. Όλα έσφυζαν από ζωή και εκείνη ήταν χλωμή, αδυνατισμένη, κουρασμένη με κάτι τεραστίους κύκλους γύρω από τα όμορφα ματιά της. Τα μαλλιά της που κάποτε του θύμιζαν αγγέλους η χαίτες λιονταριών, τώρα ήταν άτονα, θαμπά, ταλαιπωρημένα, όπως και η ιδία. Ξαφνικά ένιωσε μέσα του έναν πόνο. Μια τρομερή φωτιά να του καίει τα σώθηκα. Της ζήτησε να κάνουν ερώτα, έτσι όπως έκαναν τα πρώτα βράδια τους. Τον κοίταξε βαθειά μέσα στα ματιά και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Όταν σταμάτησαν άρχισαν να συζητούν και να θυμούνται πως γνωρίστηκαν. Συμπεριφερόντουσαν λες και δεν είχε συμβεί τίποτα και βρίσκονταν ακόμα στην αρχή της σχέσης τους. Είχε αρχίσει ο ήλιος να δύει όταν σηκώθηκε, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της από το ποτάμι. Σηκώθηκε και αυτός μαζί της, την πλησίασε και της ψιθύρισε στο αυτί «συγγνώμη». Μετά το μονό που ακούστηκε ήταν μια γυναικεία κραυγή. Έπειτα άκρα του τάφου σιγή. Μονό ένα πούλι μονό τσιτσίρισε, μα πιο πολύ σαν ακούστηκε να κραύγασε και έδεσε με την θλιβερή γεμάτη αίματα εικόνα.
«Σου ζήτησα συγγνώμη, μα δεν θα μάθω εάν με συγχωρείς. Δεν πειράζει όμως. Έπρεπε να σε λυτρώσω ακούς;  Έπρεπε να το κάνω. Δεν ήξερα πως αλλιώς να σου σβήσω όλα αυτά που σου έκανα, όλα αυτά που τράβηξες εξαιτίας μου. ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΜΕ ΑΚΟΥΣ ΣΥΓΓΝΩΜΗ. ΣΕ ΑΓΑΠΩ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑ.» Φώναζε ζητώντας συγγνώμη. Φώναζε πως την αγαπούσε, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε. Είχε ήδη ξεκινήσει για το μακρύ ολοκαίνουργιο ταξίδι της.
Τώρα εκείνος είναι στο σπίτι του. Μόλις τέλειωσε το διάβασμα του ημερολογίου της. Τα ματιά του γυάλιζαν σαν του τρελού η όψη του ήταν τόσο σκληρή.  Ανέκφραστος παίρνει ένα χαρτί και ένα μολύβι και γράφει για 5 λεπτά. Έπειτα αφήνει το ημερολόγιο της και το χαρτί στο σαλόνι και φεύγει. Εξαφανίζεται…
Μετά από λίγες ώρες και ενώ ήλιος φαινόταν για τα καλά φτάνει στο σπίτι ο κύριος Μενέλαος. Κάθεται να ξαποστάσει στον καναπέ και βρίσκει ένα χαρτί και από κάτω ένα τετράδιο μες τα αίματα. Το χαρτί γράφει το όνομα του. Ξεκινάει να το διαβάσει και εκεί γράφει με κεφάλαια γράμματα:
«ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΜΠΑΜΠΑ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ. ΤΗΝ ΕΜΠΛΕΞΑ ΑΣΧΗΜΑ ΜΠΑΜΠΑ ΠΟΛΥ ΑΣΧΗΜΑ. ΔΕΝ ΤΟ ΘΕΛΑ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ. ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΣΥΜΑΙΝΕ ΑΥΤΗ Η ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ. ΑΡΓΗΣΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ. ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΛΥΤΡΩΣΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΣΑ. ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ ΜΠΑΜΠΑΚΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΣΚΩΤΟΣΑ ΜΕ ΤΑ ΙΔΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ΧΕΡΙΑ. ΤΗΣ ΚΑΡΦΩΣΑ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΤΑΞΑ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΨΑΡΕΥΑΜΕ ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ. ΤΗΝ ΛΥΤΡΩΣΑ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΔΕΝ ΞΕΧΝΙΟΥΝΤΑΙ ΠΟΤΕ ΟΣΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ. ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ. ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ.»
Ο κύριος Μενέλαος έτρεμε. Είχε κοκκινίσει και έπιανε την καρδία του. Σύρθηκε ως τον δρόμο οπού κάποιοι περαστικοί τον είδαν και κάλεσαν ασθενοφόρο. Καρδιακή προσβολή είπαν οι γιατροί.
Εκείνη την ώρα όπου οι γιατροί προσπαθούσαν να συνεφέρουν τον κύριο Μενέλαο, οι ειδήσεις ανέφεραν μια τραγική είδηση.
«Βρέθηκε σήμερα κοντά στο ποτάμι  τα πτώματα ενός νεαρού αγοριού και ενός κοριτσιού. Φαίνεται για έγκλημα πάθους. Ο νεαρός αφού σκότωσε την νεαρή δια του λιθοβολισμού, φαίνεται πως από τις ερινύες του αυτοκτόνησε με ένα πιστόλι. Η νεαρή κοπέλα υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία, ενώ ο νεαρός φαίνεται πως αφού αυτοπυροβολήθηκε βασανίστηκε αρκετή ώρα και τελικά πέθανε λόγο ακατάστατης αιμορραγίας. Οι αρχές ψάχνουν να βρουν τους συγγενείς των θυμάτων.»

       Με την γραπτή ομολογία του Άρη η υπόθεση έκλεισε εκεί. Ο κύριος Μενέλαος συνέχισε την ζωή χωρίς να ξεχάσει κανέναν από τους δυο. Κάθε μέρα πήγαινε και άναβε ένα κεράκι προς τιμή τους και ευχόταν να είχαν συναντηθεί εκεί στον ουρανό. Έλπιζε πως όταν πεθάνει θα τους συναντήσει. Αυτό όμως έγινε μετά από πολύ καιρό και στα βαθειά του γεράματα τον πηρέ ο μαυροφορεμένος βαρκάρης ανώδυνα και στο ύπνο του.
Όσον αναφορά η μάνα της αδικοχαμένης έφηβης συναντούσε που και που τον κύριο Μενέλαο στο νεκροταφείο ή στην εκκλησία, αλλά φαινόταν χαμένη. Μετά από τρεις μήνες ακούστηκε πως την έκλεισαν σε φρενοκομείο και πέθανε εκεί. Κάποιοι είπαν από δηλητηρίαση, άλλοι πως αυτοκτόνησε. Κανείς ποτέ δεν έμαθε την αλήθεια…
                     ΤΕΛΟΣ
 ΧΑΛΚΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΡΑΤΕΑΣ

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΝΙΑΡΗ ΕΙΚΟΝΑ

>H αλήθεια του κόσµου